σφραγιστῆρι

σφραγιστῆρι
σφραγιστήρ
sealer
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφραγιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.) αρχ. δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα τὴρ (πρβλ. κομισ τήρ, σωφρονισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τυπάρι — το 1. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων σε προσφορές, λειτουργιές ή άλλα αντικείμενα, σφραγιστήρι. 2. κομμάτι κεριού που πήρε το σχήμα του αγγείου όπου χύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”